φιλονικῇ

φιλονικῇ
φιλονῑκῇ , φιλονεικέω
pres subj mp 2nd sg
φιλονῑκῇ , φιλονεικέω
pres ind mp 2nd sg
φιλονῑκῇ , φιλονεικέω
pres subj act 3rd sg
φιλονικέω
to be fond of victory
pres subj mp 2nd sg
φιλονικέω
to be fond of victory
pres ind mp 2nd sg
φιλονικέω
to be fond of victory
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεθερός — ο, θηλ. πεθερά / πενθερός, θηλ. πενθερά και ιων. τ. πενθερή, ΝΜΑ ο πατέρας τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη και η μητέρα τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη (α. «ο πεθερός και η πεθερά μου μέ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”